ἰσοκράτης

ἰσοκράτης
ἰ̱σοκράτης , ἰσοκρατέω
to be of equal force
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἰσοκρατέω
to be of equal force
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἰσοκράτης — masc acc pl (attic epic doric) Ἰσοκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἰσοκράτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατής — of equal power masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • Ισοκράτης — ο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοκράτης — ο 1. (βυζ. μουσ.), αυτός που με τη φωνή του κρατά το «ίσο» στην ψαλμωδία. 2. (μουσ.), ο εξακολουθητικός χαμηλός φθόγγος από τον οποίο διέρχονται ποικίλες σύμφωνες ή ξένες συγχορδίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσοκρατῆ — ἰσοκρατής of equal power neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰσοκρατής of equal power masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰσοκρατής of equal power masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκράτει — Ἰσοκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἰσοκράτεϊ , Ἰσοκράτης masc dat sg (epic ionic) Ἰσοκράτης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκρατές — ἰσοκρατής of equal power masc/fem voc sg ἰσοκρατής of equal power neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσοκράτη — Ἰσοκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἰσοκράτης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”